
Αναζήτηση
lagging
01
υπολειπόμενος, καθυστερημένος
moving too slowly, hence falling behind
Lagging
01
μονωτική επένδυση, κάλυμμα μονωτικής
insulation used to wrap around pipes or boilers or laid in attics to prevent loss of heat

Συναφή Λέξεις
Αναζήτηση
υπολειπόμενος, καθυστερημένος
μονωτική επένδυση, κάλυμμα μονωτικής