Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lager
01
λάγκερ, ανοιχτή μπύρα
a fizzy beer that has been brewed at a low temperature
02
μια κατασκήνωση που προστατεύεται από μια κυκλική διάταξη βαγονιών, μια οχυρωμένη κατασκήνωση με βαγόνια σε κύκλο
a camp defended by a circular formation of wagons



























