Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
laconic
01
λακωνικός, συνοπτικός
conveying something whilst using a very small number of words
Παραδείγματα
His laconic reply left everyone wondering about his true feelings.
Η λακωνική του απάντηση άφησε όλους να αναρωτιούνται για τα πραγματικά του συναισθήματα.
She gave a laconic explanation that was brief but clear.
Έδωσε μια λακωνική εξήγηση που ήταν σύντομη αλλά σαφής.
Λεξικό Δέντρο
laconic
lacon



























