Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
labile
01
ασταθής, μεταβλητός
unstable in condition
Παραδείγματα
His labile mood swung from elation to despair within hours.
Η ασταθής διάθεσή του ταλαντεύτηκε από την έκσταση στην απελπισία μέσα σε ώρες.
Market prices proved labile during the economic downturn.
Οι τιμές της αγοράς αποδείχθηκαν ασταθείς κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης.
02
ασταθής, ευμετάβλητος
readily undergoing change, transformation, or decomposition in chemical or biological systems
Παραδείγματα
Labile phosphate in soil rapidly converts to plant-available forms.
Το ασταθές φωσφορικό στο έδαφος μετατρέπεται γρήγορα σε μορφές διαθέσιμες για τα φυτά.
The drug's labile compound degraded within minutes in solution.
Η ασταθής ένωση του φαρμάκου αποικοδομήθηκε μέσα σε λίγα λεπτά σε διάλυμα.



























