Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Knack
01
τάλαντο, ικανότητα
a special skill, ability, or talent to do something
Παραδείγματα
She has a knack for solving difficult math problems.
Έχει ένα χάρισμα στην επίλυση δύσκολων μαθηματικών προβλημάτων.
She discovered her knack for painting during art class.
Ανακάλυψε το ταλέντο της στη ζωγραφική κατά τη διάρκεια του μαθήματος τέχνης.



























