Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kleptomaniac
01
κλεπτομανής, κλεπτόμανης
someone who experiences an irresistible impulse to steal items, typically without any personal need or financial motive
Παραδείγματα
The shop owner suspected that the frequent disappearance of small items from his store was the work of a kleptomaniac.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος υποψιάστηκε ότι η συχνή εξαφάνιση μικρών αντικειμένων από το κατάστημά του ήταν έργο ενός κλεπτομανή.
The shop owner suspected that the frequent disappearance of small items from his store was the work of a kleptomaniac.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος υποψιαζόταν ότι η συχνή εξαφάνιση μικρών αντικειμένων από το κατάστημά του ήταν έργο ενός κλεπτομανή.



























