Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kidnaper
01
απαγωγέας, κατά συρροή απαγωγέας
someone who unlawfully seizes and detains a victim (usually for ransom)
Λεξικό Δέντρο
kidnaper
kidnap
kid
nap
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απαγωγέας, κατά συρροή απαγωγέας
Λεξικό Δέντρο
kid
nap