Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Junker
01
γιούνκερ, μέλος της πρωσικής αριστοκρατίας γνωστό ιδιαίτερα για τον μιλιταρισμό του
member of the Prussian aristocracy noted especially for militarism
02
σκατάνθρωπος, παλιοαμάξι
an old, beat-up car that is not in good shape
Παραδείγματα
Their family used to have a junker that always broke down on long trips.
Η οικογένειά τους είχε ένα σκαραβαίο που πάντα χαλούσε σε μακρινά ταξίδια.
The junker in the driveway was covered in rust and missing a side mirror.
Το σκουπίδι στο δρόμο ήταν καλυμμένο με σκουριά και του έλειπε ένα πλάγιο καθρέφτη.



























