Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Junket
01
ένα junket, ένα γλυκό
a sweet, creamy dessert made from milk, sugar, and rennet, a natural enzyme that thickens the mixture and gives it a custard-like texture
02
εκδρομή, ταξίδι για ευχαρίστηση
a journey taken for pleasure
03
επίσημο ταξίδι δημόσιου κόστους, επίσημη αποστολή που πληρώνεται από δημόσια κεφάλαια
a trip taken by an official at public expense
to junket
01
παρέχω ένα γεύμα, οργανώνω ένα συμπόσιο
provide a feast or banquet for
02
συμμετέχω σε ένα γλέντι ή συμπόσιο, λαμβάνω μέρος σε ένα γλέντι ή συμπόσιο
partake in a feast or banquet
03
πηγαίνω σε ταξίδι απόλαυσης, κάνω μια εκδρομή
go on a pleasure trip



























