Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
joyous
01
χαρούμενος, ευτυχισμένος
full of happiness and delight
Παραδείγματα
The celebration was joyous, filled with laughter, music, and dancing.
Ο εορτασμός ήταν χαρούμενος, γεμάτος γέλιο, μουσική και χορό.
Their wedding day was a joyous occasion, marked by love and laughter.
Η ημέρα του γάμου τους ήταν μια χαρούμενη περίσταση, σημαδεμένη από αγάπη και γέλιο.
Λεξικό Δέντρο
joyously
joyousness
joyous
joy



























