Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
John
01
τουαλέτα, αποχωρητήριο
a room or building equipped with one or more toilets
02
πελάτης μιας πόρνης, πελάτης
a prostitute's customer
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τουαλέτα, αποχωρητήριο
πελάτης μιας πόρνης, πελάτης