Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to joggle
01
κουνάω ελαφρά, κινώ από τη μια πλευρά στην άλλη
to repeatedly move from side to side
02
συνδέω με έναν γόμφο, στερεώνω με ένα πείρο
fasten or join with a joggle
Joggle
01
μια ελαφρά ακανόνιστη κίνηση κούνησης, ένα ελαφρύ ακανόνιστο τρέμουλο
a slight irregular shaking motion
02
πείρος, καρφίτσα
a fastener that is inserted into holes in two adjacent pieces and holds them together



























