Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Jailbird
01
επαναλαμβανόμενος εγκληματίας, φυλακόστρουθο
a criminal who has been jailed repeatedly
Λεξικό Δέντρο
jailbird
jail
bird
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επαναλαμβανόμενος εγκληματίας, φυλακόστρουθο
Λεξικό Δέντρο
jail
bird