Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Israeli
01
Ισραηλινός
a native or inhabitant of Israel
israeli
01
ισραηλινός
belonging or relating to Israel, or its people
Παραδείγματα
My teacher is Israeli, and she teaches us about her country's history.
Ο δάσκαλός μου είναι Ισραηλινός, και μας διδάσκει για την ιστορία της χώρας του.
The art exhibit featured works from prominent Israeli artists.
Η έκθεση τέχνης παρουσίασε έργα από εξέχοντες Ισραηλινούς καλλιτέχνες.



























