Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
investigative
01
ερευνητικός, αναζητητικός
involving thorough examination or research to uncover facts or information
Παραδείγματα
The investigative journalist exposed the company's financial misconduct.
Ο ερευνητικός δημοσιογράφος αποκάλυψε τη χρηματοοικονομική κακοδιαχείριση της εταιρείας.
The detective used investigative techniques to solve the case.
Ο ντετέκτιβ χρησιμοποίησε τεχνικές έρευνας για να λύσει την υπόθεση.
Λεξικό Δέντρο
investigative
investigate
investig



























