Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
interrupted
01
διακοπτόμενος, διαλειπτικός
frequently stopping and starting, causing a break in continuity or flow
Παραδείγματα
The interrupted power supply caused inconvenience during the storm.
Η διακοπτόμενη παροχή ρεύματος προκάλεσε αναστάτωση κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
His interrupted sleep pattern affected his ability to concentrate during the day.
Το διακεκομμένο μοτίβο ύπνου του επηρέασε την ικανότητά του να συγκεντρώνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας.
02
διακοπεί, ανασταλμένος
discontinued temporarily
Λεξικό Δέντρο
uninterrupted
interrupted
interrupt



























