Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
archipelagic
01
αρχιπελαγικός, σχετικός με ένα αρχιπέλαγος
related to or characteristic of an archipelago, a group or chain of islands
Παραδείγματα
The Philippines is an archipelagic nation comprised of thousands of islands.
Οι Φιλιππίνες είναι ένα αρχιπελαγικό έθνος που αποτελείται από χιλιάδες νησιά.
Indonesia is known for its vast archipelagic expanse, consisting of over 17,000 islands.
Η Ινδονησία είναι γνωστή για την τεράστια αρχιπελαγική της έκταση, που αποτελείται από πάνω από 17.000 νησιά.



























