Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Intermittency
01
διακοπτόμενη λειτουργία, ανομοιομορφία
the quality of occurring with irregular pauses in activity or occurrence
Παραδείγματα
Doctors were concerned about the intermittency of her symptoms flaring up unexpectedly.
Οι γιατροί ανησυχούσαν για την διακοπτόμενη εμφάνιση των συμπτωμάτων της που ξεσπούν απροσδόκητα.
The intermittency of the WiFi connection disrupted video calls and online lessons.
Η διακοπτόμενη σύνδεση WiFi διέκοψε τις τηλεδιασκέψεις και τα διαδικτυακά μαθήματα.
Λεξικό Δέντρο
intermittency
intermittence
intermit



























