Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
interconnected
01
διασυνδεδεμένος, συνδεδεμένος
operating as a unit
02
διασυνδεδεμένος, αμοιβαία συνδεδεμένος
reciprocally connected
Λεξικό Δέντρο
interconnectedness
interconnected
interconnect
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διασυνδεδεμένος, συνδεδεμένος
διασυνδεδεμένος, αμοιβαία συνδεδεμένος
Λεξικό Δέντρο