Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Intercom
01
ενδοκoινωτική συσκευή, σύστημα εσωτερικής επικοινωνίας
a communication system that allows people in different parts of a plane, office, etc. to speak to each other
Παραδείγματα
The pilot used the intercom to update passengers on the flight status and weather conditions.
Ο πιλότος χρησιμοποίησε το διασυνομιητικό σύστημα για να ενημερώσει τους επιβάτες σχετικά με την κατάσταση της πτήσης και τις καιρικές συνθήκες.
The intercom in the office allowed employees to communicate with each other without leaving their desks.
Το διασυνοριακό σύστημα στο γραφείο επέτρεπε στους υπαλλήλους να επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς να αφήνουν τα γραφεία τους.



























