Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
institutionally
01
θεσμικά, από θεσμικής άποψης
regarding institutions, organizations, or the established systems and practices within them
Παραδείγματα
Institutionally, the university has policies to ensure academic integrity.
Θεσμικά, το πανεπιστήμιο έχει πολιτικές για τη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ακεραιότητας.
Changes to the curriculum are decided institutionally by the academic board.
Οι αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών αποφασίζονται θεσμικά από την ακαδημαϊκή επιτροπή.
Λεξικό Δέντρο
institutionally
institutional
institution
institute



























