Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to instal
01
εγκαθιστώ, ρυθμίζω
set up for use
02
εγκαθιστώ, τοποθετώ
place
03
εγκαθιστώ, διορίζω
put into an office or a position
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εγκαθιστώ, ρυθμίζω
εγκαθιστώ, τοποθετώ
εγκαθιστώ, διορίζω