Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to inspirit
01
ενθαρρύνω, εμπνέω
to fill someone with courage, enthusiasm, or a sense of inspiration
Transitive: to inspirit sb
Παραδείγματα
The coach 's words were meant to inspirit the team before the championship game.
Τα λόγια του προπονητή είχαν σκοπό να εμπνεύσουν την ομάδα πριν από το παιχνίδι πρωταθλήματος.
Positive feedback can inspirit students to excel in their studies.
Η θετική ανατροφοδότηση μπορεί να ενθαρρύνει τους μαθητές να διακριθούν στις σπουδές τους.
Λεξικό Δέντρο
inspiriting
inspirit
spirit



























