Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Archangel
01
αρχάγγελος, ανώτερος άγγελος
an angel that has a higher rank among others, like Gabriel in Christianity
02
αρχάγγελος, διετές καλλιεργούμενο βότανο· τα στέλεχη του γλυκάζονται και τρώγονται και οι ρίζες του χρησιμοποιούνται για ιατρικούς σκοπούς
a biennial cultivated herb; its stems are candied and eaten and its roots are used medicinally
Λεξικό Δέντρο
archangelic
archangel



























