Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Archbishop
01
αρχιεπίσκοπος, πρελάτος
a bishop of the highest rank who is responsible for all the churches in a specific large area
Παραδείγματα
The archbishop presided over the diocese, which encompassed several cities and towns.
Ο αρχιεπίσκοπος προέδρευε της επισκοπής, που περιλάμβανε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις.
As an archbishop, he played a key role in shaping the direction of the church in his region.
Ως αρχιεπίσκοπος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της εκκλησίας στην περιοχή του.
Λεξικό Δέντρο
archbishop
arch
bishop



























