Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
arched
01
αψιδωτός, καμπυλωμένος
(of a structure) having a curved shape at the top
02
αψιδωτός, σε σχήμα αψίδας
forming or resembling an arch
Λεξικό Δέντρο
arched
arch
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αψιδωτός, καμπυλωμένος
αψιδωτός, σε σχήμα αψίδας
Λεξικό Δέντρο