Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Inside information
01
εμπιστευτική πληροφορία, εσωτερική πληροφορία
information that is not yet publicly available, and is known only to a select group of people
Παραδείγματα
He was accused of using inside information to gain an unfair advantage in the stock market.
Κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε εσωτερικές πληροφορίες για να αποκτήσει άδικο πλεονέκτημα στο χρηματιστήριο.
The CEO provided the board with inside information about the company ’s upcoming merger.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος παρείχε στο διοικητικό συμβούλιο εσωτερικές πληροφορίες σχετικά με την επερχόμενη συγχώνευση της εταιρείας.



























