Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Insect bite
01
τσίμπημα εντόμου, δάγκωμα εντόμου
a wound or small injury caused by the bite of an insect, often resulting in itching, swelling, or irritation
Παραδείγματα
She applied cream to the itchy insect bite on her arm.
Έβαλε κρέμα στο τσίμπημα εντόμου που την έτσουζε στο χέρι της.
His leg was swollen from multiple insect bites after the hike.
Το πόδι του ήταν πρησμένο από πολλά τσιμπήματα εντόμων μετά την πεζοπορία.



























