Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Initiative
01
πρωτοβουλία, πνεύμα πρωτοβουλίας
the willingness to take action and start new things without being prompted or directed
Παραδείγματα
Her initiative in organizing the event impressed everyone.
Η πρωτοβουλία της στη διοργάνωση της εκδήλωσης εντυπωσίασε όλους.
The company values employees who show initiative and leadership.
Η εταιρεία εκτιμά τους εργαζόμενους που δείχνουν πρωτοβουλία και ηγετικές ικανότητες.
02
πρωτοβουλία, πρώτη δράση
the first of a series of actions
initiative
01
πρωτοβουλία
serving to set in motion



























