Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inharmonious
01
δυσαρμονικός, ασύμφωνος
having elements that do not fit well together or lack harmony
Παραδείγματα
The colors in the painting were oddly inharmonious, creating a jarring effect.
Τα χρώματα στη ζωγραφική ήταν παράξενα δυσαρμοστικά, δημιουργώντας ένα δυσάρεστο εφέ.
Their personalities were so inharmonious that working together was difficult.
Οι προσωπικότητές τους ήταν τόσο δυσαρμονικές που η συνεργασία ήταν δύσκολη.
02
δυσαρμονικός, ασύμφωνος
lacking in harmony of parts
Λεξικό Δέντρο
inharmonious
harmonious
harmony



























