Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Inhaler
01
εισπνευστήρας, δοσομετρούμενο αεροζόλ
a small device that delivers a measured amount of medicine directly into a person's lungs through the work of a person's breathing
Λεξικό Δέντρο
inhaler
inhale
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εισπνευστήρας, δοσομετρούμενο αεροζόλ
Λεξικό Δέντρο