LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Infective
/ɪnfˈɛktɪv/
/ˌɪnˈfɛktɪv/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "infective"
infective
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
μολυσματικός
able to cause disease
morbific
pathogenic
02
μολυσματικός
related to an infection or having the ability to cause an infection
infectious
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App