Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
infective
01
μολυσματικός, μεταδοτικός
able to cause disease
02
μολυσματικός, μεταδοτικός
related to an infection or having the ability to cause an infection
Παραδείγματα
The infective bacteria spread quickly through the contaminated water supply.
Τα μολυσματικά βακτήρια εξαπλώνονται γρήγορα μέσω της μολυσμένης παροχής νερού.
Infective agents like viruses and fungi thrive in warm, moist environments.
Μολυσματικοί παράγοντες όπως οι ιοί και οι μύκητες ευδοκιμούν σε ζεστά, υγρά περιβάλλοντα.
Λεξικό Δέντρο
infective
infect



























