Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indulgent
01
επιεικής
allowing others to enjoy pleasures or desires without strict judgment or criticism
Παραδείγματα
He was indulgent toward himself, often treating himself to luxury items.
Ήταν επιεικής απέναντι στον εαυτό του, συχνά χαρίζοντας στον εαυτό του πολυτελή αντικείμενα.
The indulgent chef created a lavish meal, with rich and decadent flavors.
Ο επιεικής σεφ δημιούργησε ένα πλούσιο γεύμα, με πλούσιες και παρακμιακές γεύσεις.
02
επιεικής
having a positive attitude toward someone or something
Παραδείγματα
She was an indulgent parent, often letting her children stay up late on weekends to watch movies.
Ήταν ένας επιεικής γονέας, που συχνά άφηνε τα παιδιά της να μένουν ξύπνια αργά τα σαββατοκύριακα για να βλέπουν ταινίες.
The community was indulgent towards the eccentricities of its residents, embracing their quirks with warmth and acceptance.
Η κοινότητα ήταν επιεικής απέναντι στις εκκεντρικότητες των κατοίκων της, αγκαλιάζοντας τις ιδιοτροπίες τους με ζεστασιά και αποδοχή.
Λεξικό Δέντρο
indulgently
nonindulgent
overindulgent
indulgent
indulge



























