Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indubitably
01
αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία
in a way that is impossible to doubt or question
Παραδείγματα
The success of the experiment was indubitably confirmed by the consistent and replicable results.
Η επιτυχία του πειράματος επιβεβαιώθηκε αναμφίβολα από τα συνεπή και αναπαραγώγιμα αποτελέσματα.
His indubitably accurate predictions earned him a reputation as a reliable and insightful analyst.
Οι αναμφίβολα ακριβείς προβλέψεις του του χάρισαν τη φήμη ενός αξιόπιστου και διορατικού αναλυτή.
02
αναμφίβολα
become frozen and covered with glaciers
Λεξικό Δέντρο
indubitably
indubitable
dubitable



























