Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
arable
01
αραβόσιμος, καλλιεργήσιμος
having the capacity to be used to grow crops
Παραδείγματα
The farm has large arable fields perfect for wheat.
Η φάρμα έχει μεγάλα καλλιεργήσιμα χωράφια ιδανικά για σιτάρι.
The region is known for its rich, arable soil.
Η περιοχή είναι γνωστή για το εύφορο και πλούσιο έδαφος της.



























