Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to incinerate
01
αποτεφρώνω, καίω εντελώς μέχρι να γίνει στάχτη
to burn something completely until it turns into ashes
Transitive: to incinerate sth
Παραδείγματα
The waste management facility incinerates household trash to reduce its volume.
Η εγκατάσταση διαχείρισης αποβλήτων κατακαίει τα οικιακά απορρίμματα για να μειώσει τον όγκο τους.
The old documents were incinerated to ensure the sensitive information was destroyed.
Τα παλιά έγγραφα αποτεφρώθηκαν για να διασφαλιστεί ότι οι ευαίσθητες πληροφορίες καταστράφηκαν.
Λεξικό Δέντρο
incineration
incinerator
incinerate
inciner



























