Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Incision
01
τομή, χειρουργική τομή
a surgical cut made in flesh or skin
02
τομή, εγκοπή
a depression scratched or carved into a surface
Λεξικό Δέντρο
incision
incise
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τομή, χειρουργική τομή
τομή, εγκοπή
Λεξικό Δέντρο