Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
improvident
01
απρόβλεπτος, σπάταλος
lacking proper consideration and foresight, especially when it comes to savings and money
Παραδείγματα
His improvident spending habits led to financial trouble.
Οι απρόσεκτες συνήθειες δαπανών του οδήγησαν σε οικονομικά προβλήματα.
His improvident lifestyle made it hard for him to save for retirement.
Ο απρόσεκτος τρόπος ζωής του του έκανε δύσκολο να αποταμιεύσει για τη σύνταξη.
Λεξικό Δέντρο
improvident
provident
provide



























