Imposed
volume
British pronunciation/ɪmpˈə‍ʊzd/
American pronunciation/ˌɪmˈpoʊzd/

Ορισμός και Σημασία του "imposed"

01

set forth authoritatively as obligatory

word family

impose

impose

Verb

imposed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store