Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imported
01
εισαγόμενο
(of goods or items) brought into a country from another country for sale or use
Παραδείγματα
The store sells imported cheeses from France.
Το κατάστημα πουλάει εισαγόμενα τυριά από τη Γαλλία.
The imported spices added a unique flavor to the dish.
Τα εισαγόμενα μπαχαρικά πρόσθεσαν μια μοναδική γεύση στο πιάτο.
Λεξικό Δέντρο
imported
import



























