LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Implemental
/ˌɪmplɪmˈɛntəl/
/ˌɪmplɪmˈɛntəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "implemental"
implemental
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
serving or acting as a means or aid
word family
implement
implement
Noun
implemental
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
implement
implausibly
implausibleness
implausible
implausibility
implementation
implemented
implements of war
implicate
implication
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App