Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ilk
01
είδος, κατηγορία
a category of persons sharing similar characteristics or affiliations
Παραδείγματα
The magazine criticized lobbyists and their ilk for putting special interests above the public good.
Το περιοδικό επέκρινε τους λομπίστες και τους όμοιούς τους γιατί έβαλαν τα ειδικά συμφέροντα πάνω από το δημόσιο καλό.
She steered clear of reality-TV stars and those of that ilk.
Κρατήθηκε μακριά από τα αστέρια της ριάλιτι τηλεόρασης και από εκείνους αυτού του είδους.



























