Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
idiotic
01
ηλίθιος, ανόητος
lacking in sense, often to the point of being unreasonable
Παραδείγματα
His idiotic decision to skip the meeting backfired.
Η ηλίθια απόφασή του να παραλείψει τη συνάντηση απέδωσε αντίθετα.
The proposal was so idiotic that it could n't be taken seriously.
Η πρόταση ήταν τόσο ηλίθια που δεν μπορούσε να ληφθεί στα σοβαρά.
02
ηλίθιος, τρελός
insanely irresponsible
03
ηλίθιος, διανοητικά καθυστερημένος
having a mental age of three to seven years



























