Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
idiopathic
01
ιδιοπαθής, χωρίς γνωστή αιτία
not having any known cause or origin, especially in reference to a disease or condition
Παραδείγματα
Idiopathic scoliosis is a type of spinal curvature that occurs without any known cause.
Η ιδιοπαθής σκολίωση είναι ένας τύπος καμπυλότητας της σπονδυλικής στήλης που εμφανίζεται χωρίς γνωστή αιτία.
The patient was diagnosed with idiopathic arthritis, as no external factors were identified.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με ιδιοπαθή αρθρίτιδα, καθώς δεν εντοπίστηκαν εξωτερικοί παράγοντες.
Λεξικό Δέντρο
idiopathic
idiopath



























