Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
i.e.
01
δηλαδή, με άλλα λόγια
used to introduce a clarification or explanation
Παραδείγματα
He ’s a polyglot, i.e., he speaks several languages fluently.
Είναι πολύγλωσσος, δηλαδή μιλάει αρκετές γλώσσες με ευφράδεια.
We will meet at the usual place, i.e., the café on Main Street.
Θα συναντηθούμε στο συνήθη μέρος, δηλαδή, το καφέ στην Κύρια Οδό.



























