Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to hyperventilate
01
υπεραερίζομαι, αναπνέω πολύ γρήγορα
to breathe at a very fast pace
Παραδείγματα
His anxiety caused him to hyperventilate during the exam.
Το άγχος του τον οδήγησε να υπεραερίζεται κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
The news made her hyperventilate with shock and disbelief.
Η είδηση την έκανε να υπεραερίζεται από το σοκ και τη δυσπιστία.
02
υπεραερίζω, προκαλώ υπεραερισμό
produce hyperventilation in
Λεξικό Δέντρο
hyperventilate
ventilate
ventil



























