Apractic
volume
British pronunciation/ɐpɹˈaktɪk/
American pronunciation/ɐpɹˈæktɪk/

Ορισμός και Σημασία του "apractic"

01

having uncoordinated muscular movements, symptomatic of a CNS disorder

word family

apractic

apractic

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store