Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Humbleness
01
ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
the quality of being modest, unpretentious, and not overly proud of oneself
Παραδείγματα
His humbleness made him well-respected among his peers.
Η ταπεινότητα του τον έκανε να είναι σεβαστός ανάμεσα στους συνομηλίκους του.
Despite her success, she carried herself with humbleness.
Παρά την επιτυχία της, συμπεριφέρθηκε με ταπεινότητα.
02
ταπεινοφροσύνη
a humble feeling
03
ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
the state of being humble and unimportant



























