Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hula-hoop
01
χούλα χουπ, πλαστικό δαχτυλίδι
a plastic ring that can be swung around one’s middle section of body by moving their hips
Παραδείγματα
She practiced with her hula-hoop every day to get better at keeping it spinning.
Εξασκούνταν με το hula-hoop της κάθε μέρα για να γίνει καλύτερη στο να το κρατά σε περιστροφή.
At the party, they set up a game where everyone tried to hula-hoop for as long as possible.
Στο πάρτι, διοργάνωσαν ένα παιχνίδι όπου όλοι προσπάθησαν να περιστρέψουν το hula-hoop για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο.



























