Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
applicable
01
εφαρμόσιμος, σχετικός
relevant to someone or something in a particular context or situation
Παραδείγματα
Please read the instructions carefully and fill out only the sections applicable to your situation.
Παρακαλώ διαβάστε προσεκτικά τις οδηγίες και συμπληρώστε μόνο τις ενότητες που ισχύουν για την περίπτωσή σας.
The discount is only applicable to items purchased before the end of the month.
Η έκπτωση ισχύει μόνο για αγαθά που αγοράστηκαν πριν από το τέλος του μήνα.
Λεξικό Δέντρο
applicability
inapplicable
applicable
apply



























